Κλεοίτας

Κλεοίτας
Κλεοίτᾱς , Κλεοίτης
masc acc pl (doric)
Κλεοίτᾱς , Κλεοίτης
masc nom sg (epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Κλεοίτας — (5οςαι. π.Χ.). Χαλκουργός δωρικής καταγωγής από τις Κυδωνίες της Κρήτης, ο οποίος εγκαταστάθηκε στη Σικυώνα. Ο Παυσανίας τον αναφέρει ως γιο του Αριστοκλή και πατέρα και δάσκαλο του Αριστοκλή του νεότερου. Με βάση αυτές τις πληροφορίες, οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”